Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

fancier < fanc(y) > i (επίθετο) + -er συγκριτικό

  Επίθετο επεξεργασία

fancier (en)

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fancier fanciers
fancier < fanc(y) > i (ρήμα) + -er για ουσιαστικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fancier (en)

  Πηγές επεξεργασία

  • fancier - Cambridge Dictionary online