fall in love
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαfall in love (en)
- (μεταβατικό, ιδιωματισμός) (με with) ερωτεύομαι
- ⮡ I fell in love with her immediately.
- Την ερωτεύτηκα αμέσως.
- ⮡ I have fallen in love with you!
- Σε έχω ερωτευτεί!
- ⮡ I fell in love with her immediately.
- (αμετάβατο, ιδιωματισμός) ερωτεύομαι
- ⮡ The two people fell in love.
- Oι δύο άνθρωποι ερωτεύτηκαν.
- ⮡ The two people fell in love.
Πηγές
επεξεργασία- fall in love - Cambridge Dictionary online