falbalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- falbalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | falbalo | falbaloj |
αιτιατική | falbalon | falbalojn |
falbalo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | falbalo | falbaloj |
αιτιατική | falbalon | falbalojn |
falbalo (eo)