ezoko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ezoko | ezokoj |
αιτιατική | ezokon | ezokojn |
ezoko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ezoko | ezokoj |
αιτιατική | ezokon | ezokojn |
ezoko (eo)