extraterritorial
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- extraterritorial < extra- + territorial
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | extraterritorial | extraterritorials |
θηλυκό | extraterritoriale | extraterritoriales |
extraterritorial (fr)
- που δεν βρίσκεται επίσημα στην επικράτεια, στο έδαφος ενός κράτους