Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɛksplɪˌkeɪt/

  Ετυμολογία επεξεργασία

explicate < λατινικά: explicāre, απαρέμφατο ενεργού (ενεργητικού) ενεστώτα του explicō («ξεδιπλώνω, εξηγώ»)

  Ρήμα επεξεργασία

explicate (en)

  1. εξηγώ, ερμηνεύω
  2. αναλύω, αναπτύσσω

Συνώνυμα επεξεργασία