existência
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
existência (pt) < από το λατινικό ex-sistere
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
existência | existências |
Ουσιαστικό επεξεργασία
existência (pt)
- η ύπαρξη
- ο τρόπος ζωής, η ζωή που έκανε ή κάνει κάποιος
- Teve uma existência faustosa (: την έκανε τη ζωή του, είχε πλούσια σε εμπειρίες ζωή)
- το σύνολο των προϊόντων στην αποθήκη ενός καταστήματος