Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
estompage estompages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

estompage (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη estompe