estival
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | estival | estivaux |
θηλυκό | estivale | estivales |
estival (fr)
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαestival (ro)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | estival | estivaux |
θηλυκό | estivale | estivales |
estival (fr)
estival (ro)