estampillage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
estampillage | estampillages |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαestampillage (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη estampille
ενικός | πληθυντικός |
estampillage | estampillages |
estampillage (fr) αρσενικό