estampeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | estampeur | estampeurs |
θηλυκό | estampeuse | estampeuses |
estampeur (fr)
- τεχνίτης ειδικευμένος στη στάμπα
- (οικείο) απατεώνας, που ζει από αισχροκέρδεια
- (μόνο στο αρσενικό) εργαλείο για την τεχνική της στάμπας
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | estampeur | estampeurs |
θηλυκό | estampeuse | estampeuses |
estampeur (fr)
- που χρησιμοποιείται για τη στάμπα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη estampe