Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

escepti < escept- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα escepti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας esceptas esceptanta esceptata
αόριστος esceptis esceptinta esceptita
μέλλοντας esceptos esceptonta esceptota
υποθετική esceptus - -
προστακτική esceptu - -

escepti (eo)