Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ernähren
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ernähren
<
er-
+
nähren
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
επεξεργασία
ernähren
(de)
(
μεταβατικό
)
τρέφω
,
διατρέφω
(
reflexiv
)
sich
ernähren
-
τρέφομαι
,
διατρέφομαι