Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός equally
συγκριτικός more equally
υπερθετικός most equally

  Ετυμολογία επεξεργασία

equally < equal + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

equally (en)

  • εξίσου, ίσα
    I share something equally.
    Μοιράζω κάτι στα ίσα.

  Πηγές επεξεργασία