enviable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαenviable (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
enviable | enviables |
Επίθετο
επεξεργασίαenviable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
enviable (en)
ενικός | πληθυντικός |
enviable | enviables |
enviable (fr) αρσενικό ή θηλυκό