Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

envagoniĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα envagoniĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας envagoniĝas envagoniĝanta envagoniĝata
αόριστος envagoniĝis envagoniĝinta envagoniĝita
μέλλοντας envagoniĝos envagoniĝonta envagoniĝota
υποθετική envagoniĝus - -
προστακτική envagoniĝu - -

envagoniĝi (eo)