Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

enstaciiĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα enstaciiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enstaciiĝas enstaciiĝanta enstaciiĝata
αόριστος enstaciiĝis enstaciiĝinta enstaciiĝita
μέλλοντας enstaciiĝos enstaciiĝonta enstaciiĝota
υποθετική enstaciiĝus - -
προστακτική enstaciiĝu - -

enstaciiĝi (eo)