enstaciiĝi
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- enstaciiĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ρήμα enstaciiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | enstaciiĝas | enstaciiĝanta | enstaciiĝata |
αόριστος | enstaciiĝis | enstaciiĝinta | enstaciiĝita |
μέλλοντας | enstaciiĝos | enstaciiĝonta | enstaciiĝota |
υποθετική | enstaciiĝus | - | - |
προστακτική | enstaciiĝu | - | - |
enstaciiĝi (eo)
- (για τρένα, λεωφορεία, ταξί, κλπ.) εισέρχομαι στο σταθμό