Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

enspiri < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα enspiri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enspiras enspiranta enspirata
αόριστος enspiris enspirinta enspirita
μέλλοντας enspiros enspironta enspirota
υποθετική enspirus - -
προστακτική enspiru - -

enspiri (eo)