Ετυμολογία

επεξεργασία
enseignement < enseigner

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
enseignement enseignements

enseignement (fr) αρσενικό

  1. (μόνο στον ενικό) η εκπαίδευση
    Entrer dans l'enseignement. Μπαίνω στην εκπαίδευση (στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού).
  2. η διδασκαλία
    L'enseignement des mathématiques. Η διδασκαλία των μαθηματικών.
  3. η παιδεία
  4. το δίδαγμα

Συγγενικά

επεξεργασία
 δείτε τη λέξη  enseigner