Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

enmiksiĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα enmiksiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enmiksiĝas enmiksiĝanta enmiksiĝata
αόριστος enmiksiĝis enmiksiĝinta enmiksiĝita
μέλλοντας enmiksiĝos enmiksiĝonta enmiksiĝota
υποθετική enmiksiĝus - -
προστακτική enmiksiĝu - -

enmiksiĝi (eo)