Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

enmemiĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα enmemiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enmemiĝas enmemiĝanta enmemiĝata
αόριστος enmemiĝis enmemiĝinta enmemiĝita
μέλλοντας enmemiĝos enmemiĝonta enmemiĝota
υποθετική enmemiĝus - -
προστακτική enmemiĝu - -

enmemiĝi (eo)