Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

enfermi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα enfermi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enfermas enfermanta enfermata
αόριστος enfermis enferminta enfermita
μέλλοντας enfermos enfermonta enfermota
υποθετική enfermus - -
προστακτική enfermu - -

enfermi (eo)