endothermique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɑ̃.dɔ.tɛʁ.mik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
endothermique | endothermiques |
endothermique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
endothermique | endothermiques |
endothermique (fr) αρσενικό ή θηλυκό