enakviĝi
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- enakviĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ρήμα enakviĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | enakviĝas | enakviĝanta | enakviĝata |
αόριστος | enakviĝis | enakviĝinta | enakviĝita |
μέλλοντας | enakviĝos | enakviĝonta | enakviĝota |
υποθετική | enakviĝus | - | - |
προστακτική | enakviĝu | - | - |
enakviĝi (eo)
- καταδύομαι, μπαίνω στο νερό