Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

enakviĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα enakviĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enakviĝas enakviĝanta enakviĝata
αόριστος enakviĝis enakviĝinta enakviĝita
μέλλοντας enakviĝos enakviĝonta enakviĝota
υποθετική enakviĝus - -
προστακτική enakviĝu - -

enakviĝi (eo)