couleur
(Ανακατεύθυνση από en couleur)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
couleur | couleurs |
couleur (fr) θηλυκό
- το χρώμα
- les couleurs primaires sont : le jaune, le magenta, le cyan
- en couleur - χρωματιστός / χρωματιστά