Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

enŝteliri < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα enŝteliri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας enŝteliras enŝteliranta enŝtelirata
αόριστος enŝteliris enŝtelirinta enŝtelirita
μέλλοντας enŝteliros enŝtelironta enŝtelirota
υποθετική enŝtelirus - -
προστακτική enŝteliru - -

enŝteliri (eo)