emporium
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
emporium | emporia / emporiums |
Ο λατινικός πληθυντικός: emporia. |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
emporium (en)
ενικός | πληθυντικός |
emporium | emporia / emporiums |
Ο λατινικός πληθυντικός: emporia. |
emporium (en)