elaŭtiĝi
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- elaŭtiĝi < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ρήμα elaŭtiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | elaŭtiĝas | elaŭtiĝanta | elaŭtiĝata |
αόριστος | elaŭtiĝis | elaŭtiĝinta | elaŭtiĝita |
μέλλοντας | elaŭtiĝos | elaŭtiĝonta | elaŭtiĝota |
υποθετική | elaŭtiĝus | - | - |
προστακτική | elaŭtiĝu | - | - |
elaŭtiĝi (eo)
- κατεβαίνω από το αυτοκίνητο