Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

elŝipiĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα elŝipiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας elŝipiĝas elŝipiĝanta elŝipiĝata
αόριστος elŝipiĝis elŝipiĝinta elŝipiĝita
μέλλοντας elŝipiĝos elŝipiĝonta elŝipiĝota
υποθετική elŝipiĝus - -
προστακτική elŝipiĝu - -

elŝipiĝi (eo)