eksterlando
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksterlando | eksterlandoj |
αιτιατική | eksterlandon | eksterlandojn |
eksterlando (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksterlando | eksterlandoj |
αιτιατική | eksterlandon | eksterlandojn |
eksterlando (eo)