dziewczynka
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dziewczynka | dziewczynki |
γενική | dziewczynki | dziewczynek |
δοτική | dziewczynce | dziewczynkom |
αιτιατική | dziewczynkę | dziewczynki |
οργανική | dziewczynką | dziewczynkami |
τοπική | dziewczynce | dziewczynkach |
κλητική | dziewczynko | dziewczynki |
Ετυμολογία Επεξεργασία
dziewczynka < υποκοριστικό του dziewczyna
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
dziewczynka (pl) θηλυκό
- το κοριτσάκι
- (γενικότερα) το κορίτσι