Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική dziewczynka dziewczynki
γενική dziewczynki dziewczynek
δοτική dziewczynce dziewczynkom
αιτιατική dziewczyn dziewczynki
οργανική dziewczyn dziewczynkami
τοπική dziewczynce dziewczynkach
κλητική dziewczynko dziewczynki

  Ετυμολογία επεξεργασία

dziewczynka < υποκοριστικό του dziewczyna

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dziewczynka (pl) θηλυκό

  1. το κοριτσάκι
  2. (γενικότερα) το κορίτσι