durability
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdurability (en) (μη μετρήσιμο)
- η αντοχή
- ⮡ Cheap clothes do not have durability.
- Τα φτηνά ρούχα δεν έχουν αντοχή.
- ⮡ Engineers and contractors are responsible for the durability of buildings.
- Μηχανικοί και εργολάβοι ευθύνονται για την αντοχή των κτιρίων.
- ⮡ Cheap clothes do not have durability.
- (βάσεις δεδομένων) μονιμότητα, μία από τις ιδιότητες που πρέπει να υποστηρίζει μια βάση δεδομένων (βλ. ACID)
- δείτε επίσης: durability (database systems) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- durability - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 82. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντοχή