Ετυμολογία

επεξεργασία
durability < durable + -ity

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

durability (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η αντοχή
    ⮡  Cheap clothes do not have durability.
    Τα φτηνά ρούχα δεν έχουν αντοχή.
    ⮡  Engineers and contractors are responsible for the durability of buildings.
    Μηχανικοί και εργολάβοι ευθύνονται για την αντοχή των κτιρίων.
  2. (βάσεις δεδομένων) μονιμότητα, μία από τις ιδιότητες που πρέπει να υποστηρίζει μια βάση δεδομένων (βλ. ACID)
    δείτε επίσης: durability (database systems) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

επεξεργασία