Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

duonpreze < duon(o) + prez(o) + -e

  Επίρρημα επεξεργασία

duonpreze (eo)

  1. στη μισή τιμή
    infanoj manĝas duonpreze - τα παιδιά τρώνε στη μισή τιμή