duonpaĉjo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- duonpaĉjo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duonpaĉjo | duonpaĉjoj |
αιτιατική | duonpaĉjon | duonpaĉjojn |
duonpaĉjo (eo)
- ο πεθερός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duonpaĉjo | duonpaĉjoj |
αιτιατική | duonpaĉjon | duonpaĉjojn |
duonpaĉjo (eo)