Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dullness < dull

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dullness (en)

  1. το να είναι κανείς αργόστροφος
  2. το να είναι κανείς πληκτικός
  3. η θαμπάδα
  4. το να μην είναι κάτι κοφτερό (πχ ένα μαχαίρι)