Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

drobne (pl) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

drobne (pl)

  1. ουδέτερο του drobny στην ονομαστική, αιτιατική και την κλητική του ενικού
  2. drobny στην ονομαστική, αιτιατική και την κλητική του μη αρρενοπροσωπικού πληθυντικού