dresisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dresisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dresisto | dresistoj |
αιτιατική | dresiston | dresistojn |
dresisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dresisto | dresistoj |
αιτιατική | dresiston | dresistojn |
dresisto (eo)