drawing
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
drawing | drawings |
Ουσιαστικό επεξεργασία
drawing (en)
- το σχέδιο
- αποτέλεσμα κλήρωσης
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
drawing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του draw
ενικός | πληθυντικός |
drawing | drawings |
drawing (en)
drawing (en)