Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
drawing drawings

  Ουσιαστικό επεξεργασία

drawing (en)

  1. το σχέδιο
  2. αποτέλεσμα κλήρωσης

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

drawing (en)