drapo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- drapo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | drapo | drapoj |
αιτιατική | drapon | drapojn |
drapo (eo)
- το σεντόνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | drapo | drapoj |
αιτιατική | drapon | drapojn |
drapo (eo)