drakmo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- drakmo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | drakmo | drakmoj |
αιτιατική | drakmon | drakmojn |
drakmo (eo)
- η δραχμή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | drakmo | drakmoj |
αιτιατική | drakmon | drakmojn |
drakmo (eo)