dozo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dozo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dozo | dozoj |
αιτιατική | dozon | dozojn |
dozo (eo)
- η δόση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dozo | dozoj |
αιτιατική | dozon | dozojn |
dozo (eo)