Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dosłownie (pl) < από το επίθετο dosłowny

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɔˈswɔvʲɲɛ/
 

  Επίρρημα επεξεργασία

dosłownie (pl)

  1. κυριολεκτικά
  2. κατά λέξη, πιστά, κατά γράμμα