dosłownie
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
dosłownie (pl) < από το επίθετο dosłowny
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /dɔˈswɔvʲɲɛ/
- ⓘ
Επίρρημα επεξεργασία
dosłownie (pl)
- κυριολεκτικά
- κατά λέξη, πιστά, κατά γράμμα
dosłownie (pl) < από το επίθετο dosłowny
dosłownie (pl)