dorika
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dorika < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dorika | dorikaj |
αιτιατική | dorikan | dorikajn |
dorika (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dorika | dorikaj |
αιτιατική | dorikan | dorikajn |
dorika (eo)