dominikano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dominikano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dominikano | dominikanoj |
αιτιατική | dominikanon | dominikanojn |
dominikano (eo)
- ο υπήκοος του Άγιου Δομήνικου