domeno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- domeno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | domeno | domenoj |
αιτιατική | domenon | domenojn |
domeno (eo)
- το ντόμινο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | domeno | domenoj |
αιτιατική | domenon | domenojn |
domeno (eo)