doe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
doe | does |
doe (en)
Συνώνυμα
επεξεργασία- (ελαφίνα) hind
Σημειώσεις
επεξεργασία- Η λέξη χρησιμοποιείται για το θηλυκό διάφορων ζώων πέρα από τα παραπάνω· δείτε τον κατάλογο εδώ (στα αγγλικά).