dissociabilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dissociabilité | dissociabilités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdissociabilité (fr) θηλυκό
- η δυνατότητα για κάτι να διαχωριστεί
ενικός | πληθυντικός |
dissociabilité | dissociabilités |
dissociabilité (fr) θηλυκό