disreviĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- disreviĝo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disreviĝo | disreviĝoj |
αιτιατική | disreviĝon | disreviĝojn |
disreviĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disreviĝo | disreviĝoj |
αιτιατική | disreviĝon | disreviĝojn |
disreviĝo (eo)