dispono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dispono | disponoj |
αιτιατική | disponon | disponojn |
dispono (eo)
- η διάθεση
- ĝi estas je la dispono de, είναι στη διάθεση του...
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dispono | disponoj |
αιτιατική | disponon | disponojn |
dispono (eo)