Ετυμολογία

επεξεργασία
dispono < dispon + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική dispono disponoj
αιτιατική disponon disponojn

dispono (eo)

ĝi estas je la dispono de, είναι στη διάθεση του...