dispensable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dispensable | dispensables |
Επίθετο
επεξεργασία
dispensable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) cas dispensable: (περίπτωση) χάρη στην οποία μπορεί κάποιος να πάρει απαλλαγή από κάτι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη dispenser